- ξεσέρνω
- και ξεσούρνω1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι»)4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες5. (για ποταμό) παρασύρω τα χώματα χωραφιού6. βγάζω κάτι σιγά σιγά («ξεσέρνω το κεφάλι», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σέρνω / σούρνω].
Dictionary of Greek. 2013.